Κουρκουμάς - Οφέλη και ιδιότητες

Ο Κουρκουμάς έχει αντιο-ογκωτικές,αντιοξειδωτικές & αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Φαίνεται ότι είναι αποτελεσματικό στην οστεοαρθρίτιδα και την ..

Κουρκουμάς - Οφέλη και ιδιότητες

CURCUMA LONGA (TURMERIC) (Κουρκούμη η μακρά) - Κουρκουμάς


Συνώνυμα


Curcuma domestica (Κουρκούμη η οικιακή)
Κοινή ονομασία
Κουρκουμάς ή κιτρινόριζα (Turmeric) 
Οικογένεια
Zingiberaceae


Η Curcuma longa είναι ένα ριζωματοειδές πολυετές φυτό  προερχόμενο από την τροπική Νότια Ασία (Aggarwal BB and Shishodia S, 2004).  Η κουρκουμίνη είναι μία κίτρινη χρωστική ουσία η οποία έχει απομονωθεί από το ρίζωμα της Curcuma longa (Henrotin Y et al. 2010; RT P, Shen CL and JI HF, 2012) και αυτή που δίνει το κίτρινο χρώμα στο κάρυ και την μουστάρδα. Εχει ξεχωριστή, γαιώδη, ελαφρώς πικρή και καυτερή, πικάντικη γεύση και οσμή μουστάρδας.
Το Turmeric καλλιεργείται για τα ριζώματά του, τα οποία βράζονται (επί 30-45 λεπτά), στη συνέχεια ψήνονται σε φούρνους και μετά αλέθονται δίνοντας μια κίτρινη σκόνη. Η σκόνη αυτή χρησιμοποιείται στις κουζίνες της Νότιας Ασίας και της Μέσης Ανατολής, ως συστατικό σε μείγματα κάρι, αλλά και ως χρωστική είτε σε διάφορα παρασκευάσματα ή ακόμη και σε υφάσματα. Ακόμα, είναι ένα από τα βασικά συστατικά της μουστάρδας και χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στα τρόφιμα (με κωδικό Ε100), γιατί τα προστατεύει από την ηλιακή ακτινοβολία.

Ιατρός: Κωνσταντίνος Τέμπος
Eιδικότητα: Ρευματολόγος
Επικοινωνήστε με το γιατρό


Περιγραφή φυτού


Ο Κουρκουμάς είναι ένα πολυετές βοτανικό φυτό, το οποίο φθάνει σε ύψος το 1 μέτρο. Εχει πολυάριθμες, κίτρινες έως πορτοκαλιές, κυλινδρικές αρωματικές ρίζες. Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα, διατάσσονται σε 2 στοίχους και φέρουν μίσχο μήκους 50-115 εκ. και έλασμα. Από τα έλυτρα των φύλλων σχηματίζεται ένα ψευδές στέλεχος. Οι λεπίδες των φύλλων είναι απλές και έχουν μήκος συνήθως 76-115 εκ. και σπάνια έως 230 εκ., και πλάτος 38-45 εκ. και είναι επιμήκεις έως ελλειπτικές στην κορυφή.   
Θεραπευτικές χρήσεις
Η κουρκουμίνη έχει χρησιμοποιηθεί επί αιώνες από την παραδοσιακή Κινεζική και την Aγιουβερδική Ινδική Ιατρική για τις αντιφλεγμονώδεις της ιδιότητες (Goel A et al. 2008). Στην Αγιουβέρδα, το turmeric έχει χρησιμοποιηθεί για την θεραπεία διαφόρων καταστάσεων, όπως ρινίτιδα, επούλωση τραυμάτων, δερματικές λοιμώξεις, κοινό κρυολόγημα, ηπατοπάθειες και νεφροπάθειες και για τον «καθαρισμό του αίματος» (Chainani-Wu N, 2003; Aggarwal BB and Shishodia S, 2004). 


ΦΥΤΟΧΗΜΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΚΟΥΡΚΟΥΜΙΝΗΣ


Κουρκουμίνη 
Διμεθοξυκουρκουμίνη 
Δισδιμεθοξυκουρκουμίνη 
5′-μεθοξυκουρκουμίνη 
Διϋδροκουρκουμίνη
Τα δύο τελευταία συστατικά έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες (Masuda T et al. 1999). Η σκόνη του turmeric περιέχει κουρκουμίνη 5% (curcumin; hdiferuloylmethane). Ο Κουρκουμάς είναι το κύριο βιολογικά δραστικό φυτοχημικό συστατικό της C. longa αποτελώντας το 90% του συνολικού περιεχόμενου κουρκουμινοειδούς (Αggarwal ΒΒ and Shishodia S, 2004). 


ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ
ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ


Από φαρμακοκινητική άποψη η κουρκουμίνη χαρακτηρίζεται από χαμηλές συγκεντρώσεις στον ορό και περιορισμένη κατανομή στους ιστούς (Sharma RA et al. 2005; Anand P et al. 2007; Goel A et al. 2008; Dhillon N et al. 2008; Aggarwal BB and Sung P, 2009). Οι συγκεντρώσεις της κουρκουμίνης κορυφώνονται 1-2 ώρες μετά την χορήγηση μιάς δόσης per os (Cheng AL et al. 2001). Mετά την per os χορήγηση της κουρκουμίνης ανιχνεύονται στο πλάσμα η γλυκουρονίδη της κουρκουμίνης και τα θειούχα σύμπλοκά της (Vareed SK et al. 2008). 


Η κουρκουμίνη αθροίζεται στους γαστρεντερικούς ιστούς. Σε ανιχνεύσιμα επίπεδα έχει ανευρεθεί σε καρκινικούς και φυσιολογικούς ορθοκολικούς ιστούς 7 ημέρες μετά την per os χορήγησή της σε δόσεις 450 mg, 1.8 gr ή 3.6 gr ημερησίως (Garcea G et al.  2005). 
Μετά την per os χορήγησή της, η κουρκουμίνη φθάνει σε πολύ μικρές ποσότητες στην κυκλοφορία και, σε ακόμα λιγότερες, στους αρθρικούς ιστούς. Για να παρακαμφθούν τα μεταβολικά ένζυμα του εντέρου, η κουρκουμίνη μπορεί να διαλυθεί σε έλαιο πριν από την λήψη της.  Στη συνέχεια, μπορεί να απορροφηθεί άμεσα σε χυλομικρά και μετά στο λεμφικό σύστημα, παρακάμπτοντας το ήπαρ και το «φαινόμενο πρώτης διέλευσης» (Anand P et al. 2007). 


ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ


Ο μεταβολισμός της κουρκουμίνης, μετά την per os χορήγησή της, είναι ταχύς και η συνεπακόλουθη βιοδιαθεσιμότητά της στη συστηματική κυκλοφορία, χαμηλή (Ireson CR et al. 2002). Η κουρκουμίνη συνδέεται για να παράγει γλυκουρονίδια και θειϊκά άλατα της κουρκουμίνης ή ανάγεται σε εξαϋδροκουρκουμίνη στο ήπαρ ή το έντερο.
Μετά την ενδοπεριτοναϊκή ή συστηματική χορήγησή της, η κουρκουμίνη ανάγεται σε τετραϋδροκουρκουμίνη, εξαϋδροκουρκουμίνη και οκταϋδροκουρκουμίνη (Ireson CR et al. 2002; Garcea G et al. 2005). 


Η κουρκουμίνη έχει μικρότερη σταθερότητα και μπορεί να αποσυντεθεί κάτω από φυσιολογικές συνθήκες. Παράγωγα της αποδόμησης της κουρκουμίνης είναι η trans-6-(4′-υδροξυ-3′- μεθοξυφαινυλ)-2,4-διοξο-5-εξενάλη, το φερουλικό οξύ, η feruloyl μεθάνη και η βανιλλίνη. Τα μεταβολικά παράγωγα της κουρκουμίνης δεν έχουν τις ίδιες βιολογικές δραστηριότητες με το βασικό συστατικό και είναι βιολογικά αδρανή (Pan MH et al. 2000; Ireson CR et al. 2001; Sandur SK et al.  2007), αν και το φερουλικό οξύ και η βανιλλίνη μπορεί να έχουν κάποιες αντιοξειδωτικές ικανότητες (Hatcher H et al. 2008). 


ΑΠΟΒΟΛΗ


Ο Κουρκουμάς απορροφάται από το έντερο και πιθανώς έχει εντεροηπατική κυκλοφορία. Σε ποντικούς, χορηγούμενη per os, απεκκρίνεται από τα κόπρανα σε ποσοστό 75% και σε, αμελητέα ποσότητα, από τα ούρα (Wahlstrom B and Blennow G, 1978). 


ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ


Ο Κουρκουμάς έχει αντιο-ογκωτικές, αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις/αναλγητικές ιδιότητες (Henrotin Y et al. 2010). 


Αντιφλεγμονώδεις δράσεις


Μπλοκάρει την παραγωγή NO και TNF-α την προκαλούμενη από LPS και την ιντερφερόνη, αναστέλλοντας την ενεργοποίηση του NF-κB και του AP-1, in vitro (Aggarwal BB and Shishodia S, 2004). 
Αναστέλλει την παραγωγή ΝΟ και την γονιδιακή έκφραση της COX -2 σε βόεια χονδροκύτταρα (Mathy M et al. 2007)
Αναστέλλει την AP-1 και αναστρέφει την παραγωγή ΝΟ και PGE2 μετά από διέγερσή τους με IL-1β σε χονδροκύτταρα (Chowdhury TT et al. 2008).
Εχει αντιφλεγμονώδεις δράσεις σε ανθρώπινα χονδροκύτταρα, αναστέλλοντας την PGE2, το NO, την IL-6 και την IL-8 (Mathy- Hartert M et al. 2009). 
Τροποποιεί την φλεγμονή σε ανθρώπινα τενοκύτταρα αναστέλλοντας την COX-2 μέσω της δράσης της στον NF-κB και στην οδό της φωσφατιδυλινοσιτόλης-3 κινάσης/Akt (Buhrmann C et al.  2011)  


Αντικαταβολικές/αναβολικές δράσεις


Ο Κουρκουμάς έχει αντικαταβολικές δράσεις αναστέλλοντας την MMP-9 μέσω αναστολής της ενεργοποίησης του NF-κB (Shakibaei M et al. 2007). 
Παρόμοια δράση έχει σε ανθρώπινα χονδροκύτταρα αναστέλλοντας την MMP-3 (Mathy-Hartert M et al. 2009) και στα τενοκύτταρα, αναστέλλοντας την σύνθεση MMP-1, MMP-9 και MMP-13 από την IL-1β (Buhrmann C et al, 2011)
Καταστέλλει την απελευθέρωση των γλυκοζαμινογλυκανών σε χόνδρο διεγερμένο από IL-1β (Clutterbuck AL et al. 2009). 
Ασκεί αντικαταβολικές δράσεις αναστέλλοντας την ενεργοποίηση  του NF-κB, η οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις στα γονιδιακά προϊόντα αποδόμησης της θεμέλιας ουσίας τα επαγόμενα από τον NF-κB (Csaki C et al, 2009).
Μόνη της  ή σε συνδυασμό με ρεσβερατρόλη αναστρέφει την αναστολή του κολλαγόνου τύπου ΙΙ την επαγόμενη από την IL-1β 
Προάγει την χονδρογένεση των ενηλίκων μεσεγχυματικών κυττάρων ανταγωνιζόμενη τις δράσεις των προφλεγμονωδών κυτταροκινών (Buhrmann C et al. 2010). 


Δράσεις στην επιβίωση των κυττάρων - αντι-αποπτωτικές δράσεις  


Είναι ασφαλής για τα χονδροκύτταρα (Mathy-Hartert M et al, 2009) αλλά και εξουδετερώνει την κυτταροτοξική δράση την προκαλούμενη από την IL-1β (Csaki C et al, 2009). 
Δρα στις μεταβολές των μιτοχονδρίων, όπως το οίδημα το οφειλόμενο σε διέγερση της IL-1 β και η απόπτωση και διεγείρει τους αντι-αποπτωτικούς παράγοντες (Bcl-2, Bcl-xL και TRAF1) και αναστέλλει τους προ-αποπτωτικούς παράγοντες (κασπάση–3) (Csaki C et al. 2009).
Εχει αντιαποπτωτικές ιδιότητες στα χονδροκύτταρα (Shakibaei M et al. 2005), αλλά σε μεγάλες δόσεις (50 mM) έχει τοξική δράση στη θεμέλια ουσία του χόνδρου (Toegel S et al. 2008). 


Δράσεις κουρκουμίνης στην παχυσαρκία και σχετιζόμενα  νοσήματα


Αλληλεπιδρά έμμεσα με τα λιποκύτταρα, τα παγκρεατικά κύτταρα, τα ηπατικά αστεροειδή κύτταρα, τα μακροφάγα και τα μυικά κύτταρα. 
Αναστρέφει την αντοχή στην ινσουλίνη, την υπερλιπιδαιμία, την υπεργλυκαιμία και άλλα συμπτώματα συνδεόμενα με την παχυσαρκία μέσω αλληλεπίδρασης με διάφορους μεσολαβητές εμπλεκόμενους στην παθοφυσιολογία της οστεοαρθρίτιδας. 
Mειορυθμίζει την παραγωγή TNF-a σε διάφορους ιστούς (Chan, 1995) μέσω αναστολής της αποδόμησης του IκBα (Singh S and Aggarwal BB, 1995), και μειώνει τις ρυθμιζόμενες από τον NF-κB αδιποκίνες, τις χημειοκίνες (MCP-1, MCP-4, εοταξίνη) (Woo HM et al. 2007) και τις ιντερλευκίνες IL-1β, IL-6 και IL-8 (Wang SL et al. 2009). 
Καταστέλλει την COX-2 και τον VEGF (vascular endothelial growth factor) μέσω αναστολής της ενεργοποίησης της IKK (Aggarwal BB et al. 2006). 


Καταστέλλει τον αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου τύπου Ι μέσω αναστολής του Egr-1 (transcription factor early growth response) (Pendurthi UR and Rao LV, 2000) και μειορυθμίζει την έκκριση του IGF-1 και αναστέλλει την IGF-1 συνδεδεμένη πρωτεΐνη-3 (Xia J et al. 2007). 
Μιμείται τα περισσότερα αντιδιαβητικά φάρμακα ενεργοποιώντας την PPARγ στα ηπατικά αστεροειδή κύτταρα (Xu J et al, 2003). 
Σε συγκεντρώσεις κυμαινόμενες από 5-20 μM δρά στις οδούς της κυτταρικής σηματοδότησης μειορυθμίζοντας την c-jun NH2 της τελικής κινάσης (JNK) (Wang SL et al. 2009). 


Ο Κουρκουμάς δρά στις αναπτυξιακές οδούς αναστέλλοντας την οδό της Wnt/β- κατενίνης στα αδιποκύτταρα (Jaiswal AS et al. 2002).  Η δράση αυτή συντελείται μέσω μειορύθμισης του μεταγραφικού συνδιεγέρτη p300 (Ryu MJ et al. 2008) ή μέσω αναστολής της GSK 3β (glycogen synthase kinase) η οποία ευθύνεται για την φωσφορυλίωση της β-κατενίνης (Bustanji Y et al. 2009). 
Διακόπτει την σηματοδότηση της λεπτίνης μειώνοντας τα επίπεδα της φωσφορυλίωσης του υποδοχέα της λεπτίνης (Ob-R) (Tang Y et al. 2009) και αυξάνει την έκφραση της αδιπονεκτίνης, η οποία ρυθμίζει αρνητικά την παχυσαρκία σε παχύσαρκους ποντικούς (Weisberg SP et al. 2008). 


ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


Kulkarni RR et al, 1991
Είδος μελέτης : Τυχαιοποιημένη,  διπλή – τυφλή, διασταυρούμενη, πλασέμπο - ελεγχόμενη, σε 42 ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα.
Θεραπευτικό σχήμα : Οι ασθενείς της μελέτης θεραπεύθηκαν με Articulin-F (ένα πολυβοτανικό σκεύασμα περιέχον ρίζες Withania somnifera, στέλεχος Boswellia serrata, ρίζωμα Curcuma longa και σύμπλοκο ψευδαργύρου) 
Αποτέλεσμα : Το πολυβοτανομεταλλικό σκεύασμα εμείωσε σημαντικά την βαρύτητα του πόνου και το σκορ της αναπηρίας  (Kulkarni RR et al, 1991). 
Belcaro G et al, 2010


Είδος μελέτης : Μελέτη διάρκειας 8 μηνών σε 100 ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα. 
Θεραπευτικό σχήμα : Οι ασθενείς της μελέτης διακρίθηκαν σε 2 ομάδες : η 1η ομάδα έλαβε «την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία», όπως ορίσθηκε από τους γενικούς γιατρούς και τους ειδικούς του ασθενούς, και η 2η ομάδα «την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία και Meriva» (2 δισκία Meriva 500 mg ημερησίως, 1 μετά το πρόγευμα και 1 μετά το βραδυνό, που αντιστοιχούν σε 200 mg κουρκουμίνης ημερησίως). 
Τα δισκία του Meriva περιείχαν ένα φυσικό μείγμα κουρκουμινοειδούς (20%), φωσφατιδυλοχολίνη (40%) και μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (40%). Το μείγμα του κουρκουμινοειδούς περιείχε κουρκουμίνη 75%, διμεθοξυκουρκουμίνη 15% και bis- διμεθοξυκουρκουμίνη 10%. 
Αποτέλεσμα : Το Meriva εμείωσε σημαντικά τον πόνο, την δυσκαμψία και τους δείκτες φλεγμονής και βελτίωσε την λειτουργικότητα των αρθρώσεων (Belcaro G et al, 2010).
Chandran B and Goel A, 2012
Είδος μελέτης : Πιλοτική μελέτη εκτίμησης της ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της κουρκουμίνης μόνης της και σε συνδυασμό με νατριούχο δικλοφαινάκη σε 55 ασθενείς με ενεργό ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Θεραπευτικό σχήμα : Οι ασθενείς της μελέτης διακρίθηκαν σε 3 ομάδες : η 1η πήρε κουρκουμίνη (500 mg), η 2η, νατριούχο δικλοφαινάκη (50 mg) και η 3η, συνδυασμό των 2 αυτών φαρμάκων.
Αποτέλεσμα : Οι ασθενείς και των 3 ομάδων είχαν σημαντική βελτίωση του σκορ DAS. Οι ασθενείς της 1ης ομάδας είχαν την μεγαλύτερη βελτίωση των σκορ DAS και ACR (ACR 20, 50 και 70), σημαντικά περισσότερο από τους ασθενείς της 2ης ομάδας που πήραν δικλοφαινάκη (Chandran B and Goel A, 2012). 


ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ


Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί με το Turmeric στις κλινικές μελέτες περιλαμβάνουν δυσπεπτικές διαταραχές, ζάλη, ναυτία και εμέτους και μαλακές κενώσεις.


ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ


To Turmeric αντενδείκνυται σε ασθενείς με απόφραξη του χοληδόχου πόρου και πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με χολολιθίαση.
Κύηση - γαλουχία 
Η ασφάλεια του Τurmeric στην κύηση και την γαλουχία δεν έχει προσδιορισθεί.


ΔΟΣΗ


Μία κάψουλα 1-2 φορές ημερησίως μετά το φαγητό 


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ


Ο Κουρκουμάς έχει ήπιες μόνο επιπλοκές, γι΄αυτό και περιλαμβάνεται στον κατάλογο GRAS (Generally Recognized as Safe) του US FDA. Πιστεύεται ότι έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες . Φαίνεται ότι είναι αποτελεσματικό στην οστεοαρθρίτιδα και την ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά χρειάζονται περισσότερες κλινικές μελέτες για να επιβεβαιωθεί η άποψη αυτή. 

 

https://www.anthologiabotanica.com/curcuma-longa

Κάντε εγγραφή στο κανάλι μας για να δείτε και αδημοσίευτες συνεντεύξεις

 

Τελευταία άρθρα